- κοινοτροφικη
- κοινοτροφικήκοινο-τροφικήἥ (sc. ἐπιστήμη) общественное (вос)питание Plat.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κοινοτροφικός — κοινοτροφικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κοινή φύση 2. το θηλ. ως ουσ. ή κοινοτροφική (ενν. επιστήμη) κοινή φύση ή ανατροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + τροφικός, με επίδραση ενός αμάρτυρου *κοινο τρόφος < κοινός + τρόφος (<… … Dictionary of Greek